οβριμότοξος

οβριμότοξος
ὀβριμότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -τόξος (< τόξο), πρβλ. λαμπρό-τοξος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”